- παραστέλλω
- ΜΑμσν.(με γεν.) αφαιρώ, αποστερώ («παραστέλλω τοῡ ζῆν», Ευστ.)αρχ.1. (σχετικά με παραπέτασμα) σύρω, τραβώ, τοποθετώ στα πλάγια («τὸ καταπέτασμα μικρὸν παραστείλασαι», Ηλιόδ.)2. συστέλλω, συσφίγγω («παραστέλλω τοὺς μῡς», Γαλ.)3. ιατρ. ελαττώνω μιαν εξοίδηση, ένα πρήξιμο4. εμποδίζω, σταματώ.
Dictionary of Greek. 2013.