παραστέλλω

παραστέλλω
ΜΑ
μσν.
(με γεν.) αφαιρώ, αποστερώ («παραστέλλω τοῡ ζῆν», Ευστ.)
αρχ.
1. (σχετικά με παραπέτασμα) σύρω, τραβώ, τοποθετώ στα πλάγια («τὸ καταπέτασμα μικρὸν παραστείλασαι», Ηλιόδ.)
2. συστέλλω, συσφίγγω («παραστέλλω τοὺς μῡς», Γαλ.)
3. ιατρ. ελαττώνω μιαν εξοίδηση, ένα πρήξιμο
4. εμποδίζω, σταματώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραστέλλω — παρά στέλλω make ready aor subj act 1st sg παρά στέλλω make ready pres subj act 1st sg παρά στέλλω make ready pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράστολος — ον, Μ [παραστέλλω] ο παραστόλης* …   Dictionary of Greek

  • παραστολεύς — ὁ, Α επιγρ. χειρουργικό εργαλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παραστολ τού παραστέλλω + κατάλ. εύς] …   Dictionary of Greek

  • παραστόλης — α, ικο παραμορφωμένος, δύσμορφος, σημαδεμένος, άσχημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παραστολ τού παραστέλλω «αφαιρώ, αποστερώ, παραμορφώνω»] …   Dictionary of Greek

  • στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”